Τι ανέφερε ο πρώην πρόεδρος του Οργανισμού
Ο Νίκος Σαλάτας απομακρύνθηκε από τη θέση του προέδρου του ΟΠΕΚΕΠΕ και σε δηλώσεις του τόνισε ότι το 2022 και το 2023 ήταν οι χρονιές με το μεγαλύτερο πρόβλημα, με υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης εκείνες τις περιόδους να είναι ο Λευτέρης Αυγενάκης και ο Γιώργος Γεωργαντάς.
«Να πουν οι πρόεδροι αν δέχονταν πιέσεις από πολιτικούς»
«Θα σας πω μια αλήθεια. Και το 2015 υπήρχαν προβλήματα και το 2018 και το 2020. Το μεγαλύτερο πρόβλημα στον Οργανισμό ήταν το 2022 και το 2023. Από εκεί διαλύθηκε ο Οργανισμός, το ξέρουν όλοι, όλοι οι αγρότες το ξέρουν. Εκεί είναι μια μεγάλη ιστορία έγιναν μεγάλα πράγματα, έπεσε το πληροφοριακό σύστημα και έγιναν κομπίνες», ανέφερε αρχικά ο Νίκος Σαλάτας στο Kontra Channel.
Παράλληλα, ο ίδιος επέρριψε ευθύνες και στους πέντε πρώην προέδρους του ΟΠΕΚΕΠΕ, λέγοντας ότι θα πρέπει να μιλήσουν αν δέχονταν πιέσεις από τους πολιτικούς. «Αν τον πιέζουν οι πολιτικοί τον πρόεδρο, να το πει. Εγώ δεν ήμουν διαχειρίσιμος. Οι προηγούμενοι πρόεδροι λένε ότι υπήρχαν πιέσεις. Έπρεπε να το πουν».
Από εκεί και πέρα, ο Νίκος Σαλάτας σχολίασε και την αποπομπή του από τον Οργανισμό, όπου μέχρι πρότινος κατείχε τη θέση του προέδρου. «Δεν είναι σίγουρο ότι όλοι ήθελαν να υπάρχει ο ΟΠΕΚΕΠΕ. Εγώ μίλησα με τον υπουργό, έχουμε άριστη σχέση. Ο υπουργός δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, ήταν εντολές άνωθεν. Δεν ξέρω γιατί». Εξάλλου, εξέφρασε την άποψη ότι ο Οργανισμός δεν θα πρέπει να ενταχθεί στην ΑΑΔΕ, αλλά να γίνει ανεξάρτητη αρχή.
«Υπάρχει και μια άλλη σκέψη. Μήπως λειτουργήσει η ΑΑΔΕ ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ και δεν βρούμε αυτούς που πραγματικά ευθύνονται», κατέληξε ο πρώην πρόεδρος του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Την παρέμβαση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου προκάλεσαν οι δηλώσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης
Απάντηση σε όσους έβαλαν κατά της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου για μη παρέμβασή της στο σκάνδαλο με τον ΟΠΕΚΕΠΕ, δίνει η ανώτατη εισαγγελική Αρχή, εξηγώντας πως οι Ευρωπαίοι εισαγγελείς έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα έρευνας.
Η ανακοίνωση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου
Με αφορμή, α) την κοινή δήλωση των Ευαγγελίας Λιακούλη, υπεύθυνης Κ.Τ.Ε. Δικαιοσύνης, Θεσμών και Διαφάνειας και Χρήστου Κακλαμάνη, γραμματέα του Τομέα Δικαιοσύνης του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, περί μη ανταπόκρισης και παράλειψης της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, να παρέμβει στην υπόθεση του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.), προς την κατεύθυνση κατεπείγουσας αναζήτησης ευθυνών, από τα εμπλεκόμενα στην ανωτέρω υπόθεση, πρόσωπα, από το έτος 2017 και μέχρι σήμερα, και β) του Βασίλη Κόκκαλη, τομεάρχη Αγροτικής Ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ, περί μη ανταπόκρισης και παράλειψης της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, να παρέμβει, μετά τις δηλώσεις και καταγγελίες της Ευρωπαίας Εισαγγελέως, περί εκφοβισμού και παρακώλυσης του έργου του Έλληνα Ευρωπαίου Εντεταλμένου Εισαγγελέως, που υπηρετεί στο γραφείο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, στην Αθήνα, κατά τη διάρκεια διενεργηθείσας νόμιμης έρευνας του τελευταίου, στα γραφεία του ανωτέρω Οργανισμού (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.), οι οποίες (δηλώσεις) φιλοξενήθηκαν, την 28-05-2025, στον γραπτό και ηλεκτρονικό τύπο, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ανακοινώνει τα εξής:
1) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 4786/2021 [ΦΕΚ Α’ – 43/23-03-2021 – «Εφαρμογή διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/1939 του Συμβουλίου της 12ης Οκτωβρίου 2017 σχετικά με την εφαρμογή ενισχυμένης συνεργασίας για τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, ρυθμίσεις για τη λειτουργία των δικαστηρίων και άλλες διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης»], «Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι αρμόδια για την έρευνα, τη δίωξη και την παραπομπή ενώπιον της δικαιοσύνης των δραστών αξιόποινων πράξεων, οι οποίες θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η ειδικότερη ρύθμιση θεμάτων που σχετίζονται με τις αρμοδιότητες και τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης.».
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 7 του ίδιου νόμου, «Οι Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αποκεντρωμένο στα κράτη μέλη, ενώ παράλληλα παραμένουν ενσωματωμένοι στις εθνικές εισαγγελικές δομές και είναι εν ενεργεία μέλη της εθνικής Εισαγγελικής Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 8, την παρ. 2 του άρθρου 17 και το τρίτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939 (L 283). Με την ιδιότητα αυτή ενεργούν για λογαριασμό και εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και έχουν τις ίδιες, κατά περίπτωση, εξουσίες με τους εθνικούς Εισαγγελείς, όταν ασκούν τις προβλεπόμενες στον ανωτέρω Κανονισμό αρμοδιότητές τους σχετικά με το δικαίωμα ανάληψης υπόθεσης, την κίνηση, διεξαγωγή και περάτωση διασυνοριακής ή μη έρευνας, την άσκηση ποινικής δίωξης, την παραπομπή υπόθεσης στο δικαστήριο, την παράσταση κατά την εκδίκαση στο ακροατήριο και την άσκηση ενδίκου μέσου κατά το εθνικό δίκαιο. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους ακολουθούν τις γενικές και ειδικές κατευθύνσεις, οδηγίες και εντολές, κατά περίπτωση, του Συλλογικού Οργάνου της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, του Μόνιμου Τμήματος αυτής που έχει αναλάβει την υπόθεση και του εποπτεύοντος Ευρωπαίου Εισαγγελέα.».
Από τις ανωτέρω διατάξεις, συνάγεται σαφώς, ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία και οι Έλληνες Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα αυτής, αποκεντρωμένο στην Ελλάδα και παράλληλα είναι ενσωματωμένοι στην Ελληνική – εθνική εισαγγελική δομή, αποτελώντας εν ενεργεία μέλη της Ελληνικής – εθνικής Εισαγγελικής Αρχής, έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα, έρευνας, δίωξης και παραπομπής, ενώπιον της δικαιοσύνης, των δραστών αξιοποίνων πράξεων, οι οποίες θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρμοδιότητα, την οποία και άσκησαν, εν προκειμένω, με τη διενεργηθείσα έρευνα στα γραφεία του ανωτέρω αναφερόμενου Οργανισμού (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.), προς διερεύνηση και εξακρίβωση αξιοποίνων πράξεων οιωνδήποτε προσώπων, οι οποίες θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, είναι αυτονόητο, ότι, επί των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων, που διερευνώνται ήδη, από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, είναι ανεπίτρεπτη – αλλά και περιττή – η ενασχόληση των Ελληνικών – εθνικών Εισαγγελικών Αρχών και της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.
2) Οι Έλληνες Ευρωπαίοι Εντεταλμένοι Εισαγγελείς, αποτελώντας, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, αναπόσπαστο τμήμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αποκεντρωμένο στην Ελλάδα και παράλληλα, παραμένοντας ενσωματωμένοι στις Ελληνική – εθνική εισαγγελική δομή και εν ενεργεία μέλη της εθνικής Εισαγγελικής Αρχής, σύμφωνα με το άρθρο 8, την παρ. 2 του άρθρου 17 και το τρίτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 96 του Κανονισμού 2017/1939 (L 283), ενεργούν, για λογαριασμό και εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και έχουν τις ίδιες, κατά περίπτωση, εξουσίες με τους λοιπούς Έλληνες – εθνικούς Εισαγγελείς, όταν ασκούν τις προβλεπόμενες στον ανωτέρω Κανονισμό αρμοδιότητές τους, σχετικά με το δικαίωμα ανάληψης υπόθεσης, την κίνηση, διεξαγωγή και περάτωση διασυνοριακής ή μη έρευνας, την άσκηση ποινικής δίωξης, την παραπομπή υπόθεσης στο δικαστήριο, την παράσταση κατά την εκδίκαση στο ακροατήριο και την άσκηση ενδίκου μέσου κατά το εθνικό δίκαιο.
Ως εκ τούτων, οι εν λόγω Εισαγγελείς και όχι η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, σε περίπτωση που, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, διαπιστώνουν τη διάπραξη αξιοποίνων πράξεων (εκτός των εκ μέρους τους ερευνωμένων), που διώκονται αυτεπαγγέλτως, έχουν το εκ του νόμου προβλεπόμενο δικαίωμα και καθήκον, να επιληφθούν, άμεσα, προς διερεύνηση και ποινική δίωξη των πράξεων αυτών και παραπομπή των δραστών τους, ενώπιον της αρμόδιας Εισαγγελικής Αρχής (άρθρα 37, 42 του ΚΠΔ).
Πηγή: ethnos.gr
Κύριε Σαλάτα τα χαντάκια να προσέχετε. Εκεί που περπατάς εμφανίζονται μπροστά σου ξαφνικά και τρως τα μούτρα σου μια και έξω.
ΑπάντησηΔιαγραφή