Στις 26 Οκτώβρη του 1912 τα ελληνικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τη Θεσσαλονίκη, τη σημαντικότερη πόλη όχι μόνο της Μακεδονίας αλλά και των Βαλκανίων. Πρόκειται για την κορυφαία στιγμή της Ελληνικής «Μεγάλης Ιδέας», ένας χειροπιαστός θρίαμβος και όχι μια ψευδαίσθηση, όπως αποδείχθηκε με οδυνηρό τρόπο η Συνθήκη των Σεβρών. Έχει σημασία, κυρίως για να κατανοήσουμε όσα ακολούθησαν, να δούμε ποια ήταν η Θεσσαλονίκη, στην οποία εισήλθαν τα ελληνικά στρατεύματα εκείνη τη μέρα, και βέβαια ποια ήταν η Μακεδονία. Για να το πούμε απλά: ποιοι τις κατοικούσαν, πέρα από «εθνικούς» μύθους.
Το «σταυροδρόμι των λαών»
Από την εποχή των «Φιλιππικών» του Δημοσθένη (4ος π.Χ. αιώνας), κατά της επεκτατικής πολιτικής του Φίλιππου Β΄, και τις συνεχείς επαναστάσεις των ελληνικών πόλεων εναντίον των Μακεδόνων μέχρι και τον 19ο αιώνα μ.Χ., από αυτό το γεωγραφικό σταυροδρόμι πέρασαν πολλοί λαοί που άφησαν υλικές και άυλες μαρτυρίες και πλήθος μνημειακών καταλοίπων. Αυτό το χαρακτηριστικό της Μακεδονίας, το πολυπολιτισμικό στοιχείο, αποτελούσε κοινή παραδοχή και δεν ήταν διόλου αυτονόητη η θέση πως υπήρχε μόνο μία – και μάλιστα με αμιγή και ενιαία εθνοτικά χαρακτηριστικά.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας στην επίσημη απάντησή του, στις 10 Νοεμβρίου 1828, σε σχετικό ερώτημα των Μεγάλων Δυνάμεων, είχε ζητήσει ως «φύσει οριστική» ελληνοτουρκική μεθόριο τη γραμμή Όλυμπος - Αλιάκμονας – Μέτσοβο, με αυτό το επιχείρημα:
«Τούτο το όριον διεχώριζε και το πάλαι την Ελλάδα από τα βόρεια γειτονικά μέρη. […] Κατά τον Μεσαίωνα, και ακόμη κατά τους νεωτέρους χρόνους, η Θεσσαλία εφυλάχθη πάντοτε ελληνική, ενώ η Μακεδονία εκυριεύθη από τους Σλάβους και από πολλάς άλλας φυλάς» .
Στα τέλη του 19ου αιώνα, η Μακεδονία παρέμενε ένα μωσαϊκό λαών και πολιτισμών που ζούσαν στην ίδια περιοχή χωρίς σαφή γεωγραφικά όρια και χωρίς έναν ενιαίο και αμιγή εθνοτικό προσδιορισμό. Συχνά αυτός αντικαταστάθηκε από τη θρησκευτική ή και τη γλωσσική ταυτότητα, γεγονός που επέτεινε τη σύγχυση.
Η απογραφή του Χιλμί Πασά
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα κυκλοφόρησαν πολλές μελέτες και στατιστικές. Με βάση την προέλευσή τους, διαμόρφωσαν τις πληθυσμιακές αναλογίες, σύμφωνα με τις επιμέρους επιδιώξεις. Ουσιαστικά, εξυπηρετούσαν εθνικιστικές προπαγάνδες και κρατικά συμφέροντα.
Η μόνη απογραφή που έγινε σε μεγάλο βαθμό αποδεκτή ήταν αυτή του 1904 από τον Χουσεΐν Χιλμί Πασά, γενικό επιθεωρητή των ευρωπαϊκών βιλαετίων και αργότερα Μεγάλο Βεζίρη. Θεωρείται η μόνη σχετικά έγκυρη πηγή της εποχής για την κατανομή του πληθυσμού κατά θρησκεία και γλώσσα. Πραγματοποιήθηκε υπό την επίβλεψη Ρώσων και Αυστριακών αξιωματικών και η διενέργειά της αποτελούσε προαπαιτούμενο για τις μεταρρυθμίσεις που είχαν αποφασίσει το 1903 στο Μίρτσστεγκ οι αυτοκράτορες της Αυστροουγγαρίας και της Ρωσίας και αποδέχτηκαν οι κυβερνήσεις Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας και Ιταλίας.
Σύμφωνα με την απογραφή στα τρία βιλαέτια που αποτελούσαν τη Μακεδονία (Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Κοσσυφοπέδιου), η σύσταση του πληθυσμού ήταν: Mωαμεθανοί 1.729.000, Έλληνες 647.932, Βούλγαροι 527.784, Σέρβοι 167.601, Εβραίοι 48.270 και Ρουμάνοι Βλάχοι 30.116. Τα αποτελέσματα της απογραφής δημοσιεύτηκαν στις 20 Δεκεμβρίου 1904 στην τουρκική εφημερίδα Asir [σ.σ. Αιώνας] της Θεσσαλονίκης και παρουσιάστηκαν και στο εξωτερικό.
Τον Φεβρουάριο του 1905 δόθηκαν στη δημοσιότητα νέα στοιχεία της απογραφής, τα οποία αφορούσαν μόνο το θρήσκευμα. Τα στοιχεία δημοσιεύτηκαν στην αυστριακή εφημερίδα Ρolitische Correspondenz και αναδημοσιεύτηκαν στις αθηναϊκές εφημερίδες Εμπρός και Σκριπ της 7ης και της 8ης Μαρτίου 1905. Βάσει αυτών, 1.720.007 κάτοικοι της Μακεδονίας ήταν Μωαμεθανοί, 647.942 χριστιανοί που ακολουθούσαν το Πατριαρχείο, 557.734 χριστιανοί που ακολουθούσαν τη Βουλγαρική Εξαρχία, 167.601 «σερβίζοντες», 30.116 «ρουμανίζοντες» και 48.270 Εβραίοι, που κατοικούσαν σχεδόν αποκλειστικά στη Θεσσαλονίκη.
Παρά τα μεθοδολογικά προβλήματα της απογραφής, τα αποτελέσματά της θεωρούνταν σχετικά αξιόπιστα, μια έγκυρη βάση συζήτησης. Το 1910 εκδόθηκε από το ελληνικό υπουργείο Στρατιωτικών η «Στατιστική του βιλαετίου Θεσσαλονίκης», με συγγραφέα τον λοχαγό Πεζικού Γεώργιο Μαστραπά. Τον Ιούνιο του 1909 ο Μαστραπάς, ο οποίος προφανώς είχε ασχοληθεί επισταμένως με το θέμα, γράφει:
“Η παρούσα στατιστική του βιλαετίου Θεσσαλονίκης συνετάχθη επί τη βάσει της τελευταίας επισήμου τουρκικής τοιαύτης (της εν λόγω στατιστικής κατέχω επίσημον αντίγραφον), ήτις ανεξαρτήτως των ανακριβειών αυτής, προερχομένων εκ του τρόπου καθ’ ον διενεργείται η απογραφή των κατοίκων εν Τουρκία, είναι η ακριβεστέρα οιασδήποτε άλλης.”
Την ίδια εκτίμηση κάνει και ο Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν στο έργο του «Αι ιστορικαί περιπέτειαι της Μακεδονίας: από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον» στο οποίο αναφέρει πως τα οθωμανικά στοιχεία μπορούν να θεωρηθούν «ως η μάλλον ασφαλής βάσις προς εκτίμησιν του αριθμού των εν Μακεδονία κατοίκων».
Αξίζει να αναφέρουμε και την «ημιεπίσημη», προπαγανδιστική εκδοχή του ελληνικού κράτους, την οποία παρουσίασε ολοκληρωμένα ο Αλέξανδρος Πάλλης στο έργο του «Στατιστική μελέτη περί των φυλετικών μεταναστεύσεων Μακεδονίας και Θράκης κατά την περίοδο 1912-1924» που εκδόθηκε το 1925. Και αυτά τα, εξόφθαλμα παραποιημένα, αποτελέσματα λένε μια αλήθεια, καθώς ούτε και σε αυτά δεν μπορούσε να εμφανιστεί μια αποκλειστικά «ελληνική Μακεδονία» με πληθυσμιακά κριτήρια. Άλλωστε, και στις απόρρητες ελληνικές στατιστικές του 1912 οι ελληνόφωνοι στη Μακεδονία δεν ξεπερνούσαν το 30%.
Είναι χαρακτηριστικό πως το 1915, ο Βενιζέλος ως πρωθυπουργός της Ελλάδας προχώρησε σε πρόταση προς την Αγγλία για τη «μοιρασιά» της ευρύτερης περιοχής. Σύμφωνα με αυτήν η Ελλάδα θα παραχωρούσε στη Βουλγαρία την περιοχή Δράμας - Καβάλας – Χρυσούπολης και ως αντάλλαγμα θα έπαιρνε τη Δυτική Μικρά Ασία. Η πρόταση στάλθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1915 με εμπιστευτική επιστολή στο αγγλικό υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο απάντησε έπειτα από δύο ημέρες. Επικαλούμενο τις διεκδικήσεις της Ιταλίας, αντιπρότεινε να περιοριστεί η Ελλάδα στην περιοχή της Σμύρνης.
Το υπόμνημα έμεινε στην ιστορία ως παράδειγμα της πολυπλοκότητας της κατάστασης αλλά και της στρέβλωσης που μπορεί να επιφέρει η εθνικιστική έξαρση. Ο Βενιζέλος κατηγορήθηκε περίπου ως … προδότης! Και όμως η πρότασή του είχε λογική: Σύμφωνα με τα επίσημα ελληνικά στοιχεία, στους νομούς που πρότεινε να παραχωρηθούν η πληθυσμιακή σύνθεση είχε ως εξής: στον Νέστο 2% Έλληνες και 98% Τούρκοι, στην Δράμα 15% Έλληνες, 79% Τούρκοι και 5% Βούλγαροι, στην Καβάλα 29% Έλληνες, 69% Τούρκοι και 2% διάφοροι.
Η πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη
Ξεχωριστή, συμβολική αλλά και ουσιαστική, σημασία έχουν τα στοιχεία που αφορούν τη Θεσσαλονίκη. Όλοι οι περιηγητές και μελετητές περιγράφουν τη Θεσσαλονίκη του 19ου αιώνα ως ένα μωσαϊκό εθνοτήτων, θρησκειών και γλωσσών. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια ενός Γερμανού περιηγητή στα 1876: «Είναι αδύνατον να φαντασθεί κανείς πόσοι και ποιοι συνωστίζονται ανάκατα πάνω σ’ αυτό το ολέθριο πλακόστρωτο, Εβραίοι, Χριστιανοί και Μωαμεθανοί, Βούλγαροι, Αρναούτηδες, Mποσνιάκοι, Αρβανίτες, Έλληνες, Τούρκοι»
Η αντιπαράθεση για την πληθυσμιακή σύνθεσή της ξεκίνησε ήδη από το 1877, κατά την εποχή της προετοιμασίας της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878), όταν το ρουμανικό προξενείο δημοσίευσε στατιστική στην οποία εμφανίζονταν 20.000 Ρουμάνοι να κατοικούν στη Θεσσαλονίκη. Οι αντιδράσεις που ξεσήκωσε ανάγκασαν τον Οθωμανό Βαλή της πόλης να παρουσιάσει «επίσημη» στατιστική, για να καταρρίψει τους ισχυρισμούς των Ρουμάνων, οι οποίοι στην ουσία οικειοποιούνταν όλους τους κατοίκους βλάχικης καταγωγής. Σε αυτήν καταγράφηκαν 25.000 Έλληνες σε σύνολο περίπου 90.000 κατοίκων.
Ο Κωστής Μοσκώφ αναφέρει πως το 1900, σε σύνολο 160.000 κατοίκων, στη Θεσσαλονίκη κατοικούσαν περίπου 90.000 Εβραίοι, 30.000 Έλληνες και 30.000 μουσουλμάνοι. Οι αριθμοί είναι κατά προσέγγιση και ανταποκρίνονται σε μεγάλο βαθμό στην πραγματικότητα. Η ίδια η ισραηλιτική κοινότητα στα στοιχεία που δίνει για την πληθυσμιακή σύνθεση της πόλης το 1909 μιλά για 90.000 Εβραίους, 35.000 Έλληνες, 30.000 Τούρκους και μικρό αριθμό Αρμενίων, Αλβανών κ.ά.
Ας ολοκληρώσουμε με την πρώτη επίσημη ελληνική εκδοχή. Στην απογραφή του 1913, λίγους μήνες μετά την κατάληψη της πόλης από τον ελληνικό στρατό, καταγράφηκαν στο Αρχείο Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας (φάκελος 27) τα εξής νούμερα: Εβραίοι 61.439, Τούρκοι 45.867, Έλληνες 39.956, Αρμένιοι 6.253, Αλβανοί 4.364.
Η «Μακεδονική σαλάτα»
Τα στοιχεία πρέπει να αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό και για αντικειμενικούς αλλά και για υποκειμενικούς λόγους. Ακόμη και η απογραφή του Χιλμί Πασά, όπως αναφέρθηκε, παρουσίαζε σοβαρά μεθοδολογικά προβλήματα. Ταυτόχρονα, και αυτό ήταν το κύριο πρόβλημα, τα κριτήρια της θρησκείας αλλά και της γλώσσας ήταν πολύ σημαντικά, δεν αρκούσαν όμως για να καθορίσουν πλήρως την εθνική ταυτότητα ενός ατόμου. Όποιος καταγραφόταν ως μουσουλμάνος δεν μπορούσε αυτονόητα να θεωρηθεί και Τούρκος. Αντίστοιχα, οι πατριαρχικοί χριστιανοί δεν μπορούσαν αυτονόητα να θεωρηθούν στο σύνολό τους Έλληνες κ.ο.κ..
Υποκειμενικότητα υπήρχε, φυσικά, και στις προθέσεις της οθωμανικής διοίκησης που διενήργησε την απογραφή. Ο αριθμός των μουσουλμάνων είναι σκόπιμα «φουσκωμένος» σε αντίθεση με τα υπόλοιπα στοιχεία, τα οποία ήταν πιο κοντά στην πραγματικότητα. Εμφανίζεται έτσι μια πληθυσμιακή εικόνα της Μακεδονίας με εντυπωσιακή κυριαρχία του Μουσουλμανικού στοιχείου που δεν επαληθεύτηκε από καμία μεταγενέστερη έρευνα, ούτε – πάνω από όλα – στην ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, με τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, υπάρχουν συμπεράσματα που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Το προφανέστερο όλων είναι πως η Μακεδονία ήταν μωσαϊκό λαών. Η λέξη «μωσαϊκό» είναι ακριβής και ως προς την ποικιλία και ως προς τη διάταξη. Αν παρατηρήσει κάποιος τα επιμέρους στοιχεία για κάθε βιλαέτι, εύκολα διαπιστώνει πως οι λαοί ζούσαν ανακατεμένοι, δεν υπήρχαν «αμιγείς» μεγάλες περιοχές στην οποία να κυριαρχούσε μία εθνότητα, γεγονός που όξυνε την αντιπαράθεση και δυσκόλευε πιθανούς διακανονισμούς.
Το εξίσου προφανές συμπέρασμα είναι πως καμία εθνότητα δεν μπορούσε στην πραγματικότητα να διεκδικήσει τη Μακεδονία με μοναδικό κριτήριο την εθνολογική σύνθεση, αφού καμία δεν ξεπερνούσε το 30%. Με αυτά τα πληθυσμιακά δεδομένα ήρθε στο προσκήνιο αυτό που γέννησε το «μακεδονικό πρόβλημα»: μεγάλο τμήμα του πληθυσμού δεν μπορούσε να ενταχτεί από τις στατιστικές σε κάποια εθνότητα. Αυτή η ασάφεια βόλευε τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς των αντιμαχόμενων χωρών. Η προπαγάνδα όμως δεν είναι η πραγματικότητα και αυτή δημιουργούσε ένα μεγάλο κενό εθνικής συνείδησης σε εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους.
Αυτήν την κατάσταση την περιγράφει εξαιρετικά η γαστρονομία! Τον 19ο αιώνα στις πλούσιες χώρες της Δύσης κυριαρχούσε η μανία του «εξωτικού»· ό,τι νεοφερμένο από την Κίνα, την Αίγυπτο, το Περού, την Τουρκία ή την Ελλάδα γινόταν ανάρπαστο. Αυτό συνέβαινε και στις γαστρονομικές επιλογές, εννοείται των ανώτερων τάξεων, η μεγάλη πλειονότητα έψαχνε απλώς να τραφεί.
Όταν εμφανίστηκε μια νέα δημιουργία, λοιπόν, με ψιλοκομμένα λαχανικά ή φρούτα, συχνά κρύα, μια πραγματική πανδαισία χρωμάτων και πανσπερμία υλικών, δεν δυσκολεύτηκαν να της δώσουν όνομα. Γίνεται εύκολα αντιληπτό γιατί την ονόμασαν «Μακεδονική σαλάτα»! Στην Ελλάδα θεωρήθηκε «ύψιστο εθνικό συμφέρον» να ονομάσουμε τη σαλάτα αυτή… «Ρώσικη», ξορκίζοντας έτσι τα «αντεθνικά γαστρονομικά δαιμόνια»!
Μια «σαλάτα», ένας δισεπίλυτος γρίφος, αυτό ήταν η Μακεδονία. Δυστυχώς σε περιόδους εθνικιστικών εξάρσεων αυτοί οι γρίφοι λύνονται με έναν μόνο τρόπο.
«Προς Θεσσαλονίκην»
Όταν στις 5 Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ούτε ο πιο αισιόδοξος αξιωματικός του Γενικού Επιτελείου δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι σε τρεις εβδομάδες ο ελληνικός στρατός θα έμπαινε στη Θεσσαλονίκη. Η άμυνα των Τούρκων κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος και η συμμαχία των Βαλκανικών κρατών τερμάτιζε την οθωμανική κυριαρχία στα Βαλκάνια, εξέλιξη αναμενόμενη.
Οι νικητές του Α΄ Βαλκανικού επιδόθηκαν σε κινήσεις τακτικής και σε αγώνα ταχύτητας ώστε να προωθήσουν τις θέσεις τους. Προφανώς υπήρχε ο μεγάλος στόχος της Θεσσαλονίκης, της μεγαλούπολης των 170.000 κατοίκων. Σημειώνουμε πως την ίδια περίοδο η Αθήνα είχε 150.000, το Βελιγράδι 105.000 και η Σόφια 80.000 κατοίκους. Η Θεσσαλονίκη ήταν το αναμφισβήτητο οικονομικό και διοικητικό κέντρο της Μακεδονίας αλλά και όλης της Βαλκανικής ενδοχώρας. Η πολυεθνική της σύνθεση επέτρεπε σε όλους να προσβλέπουν στην προσάρτησή της.
Συνεχίζει μέχρι σήμερα να συζητείται έντονα η αντιπαράθεση Βενιζέλου και Κωνσταντίνου. Σχεδόν στο σύνολο της «εθνικής» ιστοριογραφίας κυριαρχεί η άποψη πως, μετά τις εύκολες νίκες του ελληνικού στρατού στο Σαραντάπορο και στα Γιαννιτσά, ο Κωνσταντίνος ήθελε να κατευθυνθούν τα ελληνικά στρατεύματα στο Μοναστήρι. Η επιλογή αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από τον βουλγαρικό στρατό με ό,τι αυτό θα σήμαινε για την κατάσταση στη Μακεδονία.
Ευτυχώς, πάντα σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη, ο πρωθυπουργός και υπουργός Στρατιωτικών Βενιζέλος τον υποχρέωσε να βαδίσει προς τη Θεσσαλονίκη. Αυτό το αφήγημα στηρίζεται στην ανταλλαγή των περίφημων τηλεγραφημάτων μεταξύ Βενιζέλου και Κωνσταντίνου τις κρίσιμες ώρες πριν από την κατάληψη της πόλης. Οι διάλογοι θεωρήθηκαν αυταπόδεικτες αλήθειες, υπάρχουν και στα σχολικά βιβλία Ιστορίας.
Υπάρχουν ορισμένες σκιές στην αφήγηση. Ίσως η σημαντικότερη όλων είναι πως τα στοιχεία στηρίζονται πρωτίστως σε ομιλία του ίδιου του Βενιζέλου στη «Βουλή των Λαζάρων», στις 12 Αυγούστου 1917. Τα στοιχεία αυτά, τα οποία παρουσιάστηκαν πέντε χρόνια μετά τα γεγονότα και στην κορύφωση του Διχασμού, με την Ελλάδα υπό την κατοχή της Αντάντ, θεωρήθηκαν επί δεκαετίες αναμφισβήτητα, σήμερα όμως εγείρονται αμφιβολίες για την πιστότητά τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το τελευταίο τηλεγράφημα (αρ. 80.200), με το οποίο ο Βενιζέλος απαιτεί από τον Κωνσταντίνο να γίνουν δεκτοί οι όροι των Τούρκων για την παράδοση της Θεσσαλονίκης. Το τηλεγράφημα απεστάλη τα χαράματα της 27ης Οκτωβρίου και η δημοσιοποίησή του ενισχύει την άποψη πως ο Κωνσταντίνος κωλυσιεργούσε όσον αφορά την κατάληψη της πόλης και την εξέθετε έτσι στον «βουλγαρικό κίνδυνο». Όμως η πόλη είχε καταληφθεί από τα ελληνικά στρατεύματα από την προηγουμένη, την 26η Οκτωβρίου!
Το μόνο σίγουρο είναι πως ακριβώς εδώ εντοπίζεται το πρώτο σαφές αντικείμενο της διαμάχης Βενιζέλου και Κωνσταντίνου. Μοιάζει να διεκδικούν και οι δύο τη δόξα της κατάληψης της Θεσσαλονίκης, ως προίκα για την ενίσχυση των προφίλ που καλλιεργούσαν, του «εθνάρχη» και του «στρατηλάτη» αντίστοιχα.
Άσχετα από τα παιχνίδια εξουσίας μεταξύ Βενιζέλου και Κωνσταντίνου, ο Τούρκος διοικητής Ταχσίν Πασάς έκανε δεκτούς τους όρους του τελευταίου και ο ελληνικός στρατός κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη την 26η Οκτωβρίου. Η βουλγαρική δύναμη έφτασε έξω από τη Θεσσαλονίκη στις 28 Οκτωβρίου, με τον στρατηγό Τόντοροφ να ζητά να μπει στην πόλη για να στρατοπεδεύσει δύναμη δύο μεραρχιών (35.000 άντρες). Εντέλει επιτράπηκε η είσοδος δύο βουλγαρικών ταγμάτων και πρακτικά μπήκε στην πόλη ένα σύνταγμα.
Την επόμενη ημέρα, και με δεδομένη την εύθραυστη κατάσταση που επικρατούσε εκεί, αφίχθηκε ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄. Τα πράγματα παρέμεναν ρευστά καθώς ούτε η παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων, στις αρχές του 1913, δεν ξεκαθάριζε το καθεστώς της πόλης. Η Γαλλία την εποφθαλμιούσε, Γερμανία και Αυστρία προέκριναν τη λύση της «διεθνοποίησης», ήταν δεδομένες οι διεκδικήσεις Ελλήνων και Βούλγαρων ενώ μερίδα της ισραηλιτικής κοινότητας, της πολυπληθέστερης εθνότητάς της, επιθυμούσε την αυτονομία της.
Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης δεν ήταν το τέλος, όμως ήταν σίγουρα σταθμός στην τεράστια περιπέτεια των αρχών του 20ου αιώνα. Η «πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης» τα Βαλκάνια, είχε ήδη πάρει φωτιά και η έκρηξή της θα έκαιγε τον κόσμο όλον. 113 χρόνια μετά, η φωτιά καίει ακόμη. Στην εποχή μας τα Βαλκάνια όχι μόνο παραμένουν «πυριτιδαποθήκη» αλλά, δυστυχώς, γειτονεύουν και με άλλες, εξίσου εύφλεκτες! Όσοι πάντως ονειρεύονται νέους «εθνικούς θριάμβους», σε στεριές και θάλασσες, ας θυμηθούν πως αυτό που άρχισε στην «Μακεδονία του παλιού καιρού» τέλειωσε στη Σμύρνη, 10 χρόνια αργότερα, με φωτιά, αίμα και δάκρυα.
(Ο Σπύρος Αλεξίου είναι ιστορικός και συγγραφέας)
Αναρτήθηκε από: dnews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αγαπητοί αναγνώστες,
Εκτιμούμε ιδιαίτερα τις απόψεις και τις σκέψεις σας. Σας ενθαρρύνουμε να συμμετέχετε ενεργά στις συζητήσεις, με σχόλια που προάγουν την καλοπροαίρετη ανταλλαγή απόψεων.
Για τη διασφάλιση ενός πολιτισμένου και φιλικού περιβάλλοντος, παρακαλούμε να αποφύγετε σχόλια που περιέχουν:
Υβριστικό ή ρατσιστικό περιεχόμενο.
Προσωπικές επιθέσεις ή μειωτικούς χαρακτηρισμούς.
Περιεχόμενο που παραβιάζει τη δεοντολογία ή τους κανόνες ευγένειας.
Η συντακτική ομάδα διατηρεί το δικαίωμα να διαγράφει σχόλια που δεν συμμορφώνονται με τους παραπάνω κανόνες, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση.
Ευχαριστούμε για την κατανόηση και τη συνεργασία σας!
Aridaia-gegonota.blogspot.com