Κυριακή 20 Ιουλίου 2025

Dine Doneff / Στη Μακεδονία δίνουμε μάχη ανάμεσα σε ΜΑΤ για ένα ακόμα τραγούδι στη γλώσσα μας, δεν είναι κάτι καινούργιο

 dine-doneff-sti-makedonia-dinoyme-machi-anamesa-se-mat-gia-ena-akoma-tragoydi-sti-glossa-mas-den-einai-kati-kainoyrgio-635760  

Στην αρχή του καλοκαιριού εθνικιστικοί κύκλοι με τη συνδρομή της αστυνομίας και άλλων δημόσιων αρχών ματαίωσαν τρία παραδοσιακά λαϊκά πανηγύρια στην περιοχή της Φλώρινας. Δεν είναι η πρώτη φορά που καλούνται αστυνομικές δυνάμεις να διακόψουν τα «επικίνδυνα» τραγούδια στην «παράνομη άλλη γλώσσα» (μακεδονικά).

Κι όμως, πολλοί συμπολίτες μας δεν γνώριζαν τίποτα από την πληγή αυτή πάνω στον χάρτη της χώρας. Δεν είχαν ακούσει τον ποιητή Μάρκο Μέσκο να μιλά για την «κομμένη γλώσσα», έναν ποιητή που αναγκάστηκε να κάνει ποίηση στην ελληνική γλώσσα που δεν ήταν μητρική του, γιατί η γλώσσα που τον μεγάλωσε ήταν υπό διωγμό.

Αν ο Μέσκος είναι ο ποιητής ο οποίος εμποτίζοντας με το τραύμα την ποίηση του, με τον τρόπο του έκανε αντίσταση, ο σημαντικός μουσικός Dine Doneff (Κώστας Θεοδώρου) με καταγωγή από την Πέλλα, είναι ο άνθρωπος που συνέχισε αυτή την αντίσταση φέροντας γενναία την πρώτη γλώσσα που έμαθε από τη μάνα του, στη θέση που της αξίζει: Στην καρδιά του έργου του. Αυτό το πλήρωσε όπως αφηγείται στο tvxs.

«Έχω να πω πως κινητοποίησε στην αρχή υπογείως και αργότερα πια φανερά, μια ολόκληρη μηχανή εθνικιστών, νεοναζί, αλλά και της Ε.Υ.Π». Ωστόσο, το έργο του είναι πλέον αντικείμενο μελέτης σε διεθνή πανεπιστήμια όπου καλείται να μιλήσει και οι κριτικές διθυραμβικές.

Ο κοντραμπασίστας Dine Doneff είναι είναι ενεργό μέλος της ελληνικής μουσικής σκηνής από το 1983. Τη χρονιά εκείνη εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη αφήνοντας το χωριό του στη βόρεια Ελλάδα, αφού είχε εγκαταλείψει στα 16 του το σχολείο, προκειμένου να αφοσιωθεί στη μουσική. Έμαθε μόνος του κιθάρα, ηλεκτρικό μπάσο και στη συνέχεια επικεντρώθηκε στο κοντραμπάσο το 1989. Για χρόνια ταξίδευε ανά την Ευρώπη μέσα σε ένα τροχόσπιτο, μαθαίνοντας να παίζει διάφορα όργανα και στιλ. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα δούλεψε με πολλούς συνθέτες και ερμηνευτές, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Σαβίνα Γιαννάτου, ο Theodosii Spassov, ο Ara Dinkjian, ο Arto Tuncboyaciyan και ο Νίκος Κυπουργός.

Στο tvxs αφηγείται μια ιστορία άγριας και βαθιάς καταστολής από μεριάς του ελληνικού κράτους, από τις μεθόδους των χαφιέδων και των βασανιστών του Μεταξά έως σήμερα. Μια ιστορία καλά κρυμμένη από το μετεμφυλιακό κράτος που αναδύεται δειλά σήμερα με την άνοδο της ακροδεξιάς. Γι’αυτό και η μαρτυρία του έχει ιδιαίτερη αξία.

Το Ρουσίλβο, που είναι ο τίτλος και του δίσκου σου, είναι το όνομα ενός χωριού που δεν υπάρχει πια. Πως ήταν ο τόπος σου; Πως στοίχειωσε τα παιδικά σου χρόνια και πως σε έφερε σε επαφή με τη γλώσσα και τη μουσική. Πως ήταν να μεγαλώνει ένα παιδί σε ένα σλαβόφωνο χωριό; Ποια περιστατικά/ βιώματα είναι χαρακτηριστικά της κατάστασης που επικρατούσε;

Ναι, το χωριό από τη δεκαετία του 70 άρχισε σταδιακά να εγκαταλείπεται. Το 1986 ήταν πλέον άδειο. Αυτό επιτεύχθηκε και με τις ευλογίες των κρατικών αρχών καθώς, κατόπιν μιας αμεταμέλητης περιθωριοποίησης, στο Ρουσίλβο, ή, τα Ξανθόγεια, όπως έμελλε να μετονομαστεί στα ελληνικά, δεν δόθηκε ποτέ ηλεκτρικό ρεύμα ούτε είχε δημόσια συγκοινωνία. Χωριό ορεινό, για το οποίο η πρώτη γραπτή αναφορά σε βυζαντινά αρχεία και χάρτες μας πάει πίσω στο 1481 με το όνομα Ρούσιλε. Χτισμένο με πέτρα σε μια ρεματιά απέναντι από την κορυφή του Καϊμακτσαλάν, με όμορφα διώροφα σπίτια και καλντερίμια, τρεις βρύσες ποτίστρες, φούρνοι, σταύλοι, αχυρώνες, διάσπαρτα αλώνια στους μαχαλάδες.

Το εξώφυλλο του δίσκου σε συνεργασία με την ECM to 2018

Από τα τέλη της δεκαετίας του 60, μεγάλα διαστήματα παιδικής ηλικίας παρέστη η ανάγκη να τα περάσω στο Ρουσίλβο, με τη γιαγιά και τον παππού στο πατρικό της μάνας μου, δίχως τους γονείς μου. Εντύπωση μου έκανε τότε που στις βρύσες, βρέξει χιονίσει, συναντιόταν όλο το χωριό. Όλες οι ηλικίες, όλη μέρα, κάθε μέρα. Στην ουρά για νερό με τα γκιούμια ή και τα ζώα παράλληλα για το πότισμα, το κουβεντολόι, τα πειράγματα, τα γέλια, τα κλάματα. Το σπίτι μας ήταν κοντά στην κεντρική βρύση. Κουβαλούσα το νερό στο σπίτι αλλά κι όταν δεν ήταν να πάω για νερό πάλι εκεί σύχναζα. Όλα τα αδέλφια της γιαγιάς μια γειτονιά πέντε-έξι σπίτια.

Ο παππούς εκτός από κτηνοτρόφος καλλιεργητής, ήταν και καφετζής. Το καφενείο καταλάμβανε το μισό ισόγειο του σπιτιού και άνοιγε λίγο πριν πέσει η νύχτα, ανάλογα την εποχή. Συμμετείχα ενεργά στη διαδικασία, μου άρεσε να φροντίζω και να μοιράζω τις τράπουλες. Επίσης να ρυθμίζω τις λάμπες πετρελαίου καθώς για λόγους οικονομίας η ένταση τους δυνάμωνε μόνο κατά τη διάρκεια κάποιας παρτίδας. Πέντε τραπέζια, γύρω γύρω πάγκοι και καρέκλες. Τακτικοί θαμώνες και συζητήσεις στο ημίφως ως την τελευταία καληνύχτα. Το Ρουσίλβο στα παιδικά μου μάτια έσφυζε από ζωή και ενδιαφέρον μέρα και νύχτα.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον να πω είναι πως στο χωριό, που πριν από τον εμφύλιο είχε 580 με 600 κάτοικους, δεν εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, ούτε υπήρξαν κρατικοί λειτουργοί όπως χωροφύλακας ή γιατρός και από το 1958 ως το 1972 δεν υπήρχε ούτε παπάς. Δύο δασκάλες από τα μέσα τις δεκαετίας του ’50. Τρεις οικογένειες με κάποιον τρόπο ήταν εντεταλμένες να ειδοποιούν τις αρχές που έδρευαν σε κοντινά χωριά για τυχών έκνομες πράξεις. Σε μια από αυτές στο κέντρο του χωριού το κράτος είχε εγκαταστήσει και το μοναδικό τηλέφωνο που είχε το χωριό ως την ερήμωσή του.

Η φωτογραφία του χωριού από ψηλά με τα τρία καμένα σπίτια (μεταξύ αυτών στο κέντρο του Κώστα Θεοδώρου) είναι του ίδιου από το 1993.

Κάτι που αξίζει ιδιαιτέρως να διευκρινιστεί για εκείνη την εποχή είναι πως, επειδή δεν υπάρχουν ελληνόφωνοι κάτοικοι, η παρουσία της ελληνικής γλώσσας είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Ελάχιστοι τη χρησιμοποιούν κι αυτοί σπαστά. Πάρα πολλοί δεν την γνωρίζουν καν. Η γιαγιά μου, οι αδερφές της και γενικά οι γεροντότεροι την αγνοούν. Έτσι τα πρώτα μου βήματα στη γλώσσα τα κάνω σε μια άλλη γλώσσα από αυτήν που διδάχτηκα αργότερα στα σχολεία.

Τα τραγούδια της περιοχής, τα οποία κατόπιν μακρόχρονης κρατικής καταστολής και απαγόρευσης επιβίωσαν μόνο ως «instrumental», είναι εξ αρχής διαμορφωμένα στη ρίμα αυτής της γλώσσας στην οποία αναφερόμασταν ως «πο νάσσι», δηλαδή «στα δικά μας» ή Μακεντόνσκι, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τους Νεοέλληνες. Αυτή η γλώσσα, όπως είναι φυσικό, διατηρείται στον απόηχο των τραγουδιών ακόμα κι όταν αυτά παίζονται μόνο οργανικά. Ο ρυθμός της κατά την εκφορά και ειδικά στο τραγούδισμά της, ριμάρει σε διαφορετικούς χρόνους και τόνους από την ελληνική. Οι ντόπιοι χοροί αυτοσχεδιαστικά χορογραφημένοι και λειασμένοι από τον χρόνο, γύρω από τον κορμό αυτής της γλώσσας ελίσσονται καθώς αντανακλούν στο ρυθμό της.

Αυτά βέβαια δεν τα στοχάστηκε η παιδική μου σκέψη, και αλίμονο! Τα αντιλήφθηκα πολύ αργότερα. Απλά, τα σημαντικά χρόνια εκείνης της ηλικίας, βρέθηκα να επικοινωνώ για μεγάλα διαστήματα μόνο με την μητρική μου γλώσσα και ήδη από τότε που θυμάμαι, να συμμετέχω με απόλυτη φυσικότητα, στους κυκλικούς χορούς σε γιορτές και πανηγύρια με αποτέλεσμα, αυτός ο γλωσσικός κώδικας να έχει σωματοποιηθεί σε πρώιμη ηλικία.

Από την περίοδο του ξεκινά από την δικτατορία του Μεταξά στα σλαβόφωνα χωριά απαγορεύεται να ακούγονται τα τραγούδια της παράδοσης του. Είναι σαν ένας Κρητικός, Πελοποννήσιος, Καρπάθιος κοκ για 70 σχεδόν χρόνια να μη μπορεί να τραγουδά ό,τι έχει σχέση με την δημοτική παράδοση του τόπου του. Ποια είναι η σχέση σου με τη γλώσσα την οποία τιμάς μέσα από το καλλιτεχνικό σου έργο;

Δεν είναι απλά τα τραγούδια που απαγορεύτηκαν αλλά η συνολική χρήση της γλώσσας. Οι παλαιότεροι που δεν γνώριζαν άλλη γλώσσα, μιλώντας την θεωρούνταν από τις αρχές ως παράνομοι και επικίνδυνοι για το έθνος. Τιμωρίες, εξευτελισμοί, πρόστιμα και ρετσινόλαδα για μια λέξη που μπορεί να ξέφευγε σε δημόσιο χώρο. Μαρτυρίες συγγενών και φίλων από τα χωριά και τις πόλεις της ευρύτερης περιοχής βρίθουν από περιστατικά όπου χωροφύλακες, μαζί με τους εκάστοτε χαφιέδες, τις νύχτες παραφυλούσαν κάτω από τα παράθυρα των κατοίκων, να προβαίνουν σε συλλήψεις επ’ αυτοφώρω, οδηγώντας τους παραβάτες στο τμήμα για την ανάλογη τιμωρία. Χαρακτηριστικές οι στροφές από το ποίημα με τίτλο «Μουγγό», το οποίο εκδίδει ο Μάρκος Μέσκος το 1963, οι οποίες λακωνικά μαρτυρούν την για δεκαετίες ισχύουσα πραγματικότητα:

«Η μάνα μου δεν ξέρει ελληνικά, καμιά γλώσσα του κόσμου δεν μιλεί». Όσοι δεν άντεξαν τις διώξεις αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν κακήν κακώς τη χώρα. Πάρα πολλά χωριά γηγενών στην ελληνική Μακεδονία άδειασαν «οικειοθελώς». Μεγάλη η διασπορά, ειδικά σε Καναδά, Αμερική, Αυστραλία.. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 που έτυχε να βρεθώ αρκετές φορές ως μουσικός στα μέρη αυτά κατάφερα να εντοπίσω τα χαμένα για πολλές δεκαετίες, δύο τρίτα της οικογένειας του πατέρα μου από το Όστροβο, τη σημερινή Άρνισσα. Εκεί άκουσα για τα παθήματά τους και οι ιστορίες τους με στοίχειωσαν.

Αλληλογραφία που δεν έφτανε ποτέ στον προορισμό της, ένθεν και ένθεν. Άνθρωποι που προσπάθησαν σε όλη τους τη ζωή να επισκεφτούν έστω και για λίγες μέρες τα αδέλφια τους και που σε όλα τα συνοριακά φυλάκια και τα αεροδρόμια τους απαγορεύτηκε η είσοδος στη χώρα και που ως το τέλος δεν σταμάτησαν να προσπαθούν ελπίζοντας πως κάποιος νέος νόμος θα τους το επέτρεπε, ώσπου τελικά έσβησαν στις χώρες όπου κατέφυγαν δήθεν προσωρινά.

Σκληρές πραγματικότητες που με έφεραν αντιμέτωπο με έντονα συναισθήματα καθώς κούμπωναν με τα μισόλογα, τις αφηγήσεις και τα μοιρολόγια που έτυχε να ακούσω ως παιδί. Με το πέρασμα του χρόνου η συνειδητοποίηση αυτής της αδικίας που μετατράπηκε σε μια εντεινόμενη τυραννία μέσα μου, μου δημιούργησε τάσεις φυγής. Δεν υπήρχε, τουλάχιστον για μένα τότε στη Θεσσαλονίκη, ο κοινωνικός περίγυρος όπου θα μπορούσα να το επικοινωνήσω. Κανείς δεν ήταν έτοιμος να ακούσει και δεν το τολμούσα.

Έτσι μαζεύτηκε ένα κουβάρι ακατέργαστης μελαγχολίας μέσα μου το οποίο σιγά σιγά μετατράπηκε σε μουσική. Ταυτοχρόνως με υπομονή και επιμονή σε μακροχρόνια επιτόπια έρευνα, κάνοντας καταγραφές στα χωριά, συνέλεξα στοιχεία και θραύσματα τραγουδιών τα οποία προσάρμοσα πάνω σε ένα σύνθετο ηχητικό αφήγημα, αφήνοντας τη γλώσσα ελεύθερη σε έναν φιλόξενο μουσικό περιβάλλον να τραγουδήσει, να μοιρολογήσει αλλά και να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της. Υπό αυτήν την συναισθηματική κατάσταση ηχογραφήθηκε το Ρουσίλβο τον Απρίλιο του 2004.

Το εξώφυλλο του δίσκου σε συνεργασία με την ECM to 2018 είναι της Φωτεινής Ποταμιά

Τα τελευταία χρόνια ορισμένοι θαρραλέοι, άρχισαν σιγά σιγά να βάζουν στίχο στα τραγούδια που μέχρι σήμερα τα χόρευαν σιωπηλά στα πανηγύρια. Αυτές τις μέρες όμως γινόμαστε μάρτυρες της ματαίωσης των πανηγυριών αυτών επειδή χορεύουν και τραγουδούν στην Μακεδονική. Πως αισθάνεσαι και πως το σχολιάζεις;

Όντως θαρραλέοι, ναι! Γιατί ειδικά στην ελληνική επικράτεια της Μακεδονίας, οι εθνικόφρονες που ενσάρκωσαν για τόσα χρόνια την καθεστηκυία τάξη, θεμελίωσαν με την ευγενή συνεπικουρία κράτους και παρακράτους μια σε βάθος δαιμονοποίηση της γλώσσας. Δεν είναι τυχαίο το ότι η Χρυσή Αυγή και τα παρακλάδια της ευδοκιμούν και εκκολάπτονται σε τόσο μεγάλα ποσοστά στα μέρη μας. Το να αποφασίσεις να τραγουδήσεις σε δημόσιο χώρο σε φέρνει αναγκαστικά αντιμέτωπο με αυτά τα φασιστικά στοιχεία.

Γίναμε για πολλά χρόνια μάρτυρες ενός αγώνα όπου χρόνο με τον χρόνο, ξεκινώντας από τα γνωστά συλλαλητήρια, ακούγονταν σταδιακά μερικά τραγούδια και μόνο σε δύο τρία συγκεκριμένα στην αρχή πανηγύρια, όπου πάντα περιμέναμε να φύγουν οι όποιοι δήμαρχοι, παπάδες και βουλευτές από τις εκδηλώσεις, κάτι που σήμαινε πως ενδεχομένως το πρώτο τραγούδι με λόγια να ακουστεί τις πρώτες πρωινές ώρες.

Σε κάποια χωριά αυτή η κατάκτηση δημιούργησε καταστάσεις τέτοιες ώστε το ετήσιο πανηγύρι να γίνεται μέσα σε κλοιό πολλών διμοιριών ΜΑΤ. Δίνονταν μάχες για ένα ακόμη τραγούδι και αρκετές φορές οι αυτόκλητοι ενθαμύντορες κατάφερναν και έκοβαν το ρεύμα από την ορχήστρα. Αυτά για την ιστορία η οποία όμως όπως βλέπετε καλά κρατεί.

Σήμερα μόνο συγκεκριμένα χωριά της μακεδονικής επαρχίας κατάφεραν με πολύ αγώνα να τραγουδιούνται τα τραγούδια δημόσια. Τα περισσότερα, και αυτό είναι πασιφανές αν κάνει κάποιος μια καλοκαιρινή βόλτα στα χωριά μας και ιδιαίτερα στις πόλεις, συνεχίζουν την παράδοση της αφωνίας κάτω από την συνεχιζόμενη δαιμονοποίηση με αποτέλεσμα πχ κάποιος ανήξερος επισκέπτης να φεύγει με την εντύπωση πως στην ελληνική Μακεδονία η παραδοσιακή μουσική είναι μόνο οργανική, πράγμα που ενδεχομένως να αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο.

Τα πρόσφατα γεγονότα λόγω κάποιων σοβαρών και στιβαρών δημοσιογράφων έγιναν viral και πυροδότησαν δικαίως έναν μεγάλο αριθμό αντιδράσεων. Όπως αντιλαμβάνεσαι από τα προλεγόμενα, δεν ήταν κάτι καινούριο για μας που βιώνουμε το φαινόμενο ως προπατορικό αμάρτημα. Η αντιδικία που δημόσια πλέον διεμήφθη μεταξύ φασιστών και απλών χωρικών αποδεικνύει το μέγεθος της άγνοιας της ελληνικής κοινωνίας για την πολιτισμική σύνθεση του κράτους. Αντανακλά την αντιδημοκρατικότητά του φανερώνοντας πια πως η καταστολή που εκπονήθηκε από μια εκατόχρονη εφαρμογή εθνοκαθαρτικών μεθόδων, δημιούργησε θέλοντας και μη πολίτες δεύτερης κατηγορίας οι οποίοι, όπως φανερώνεται πια και από τους αγώνες πολλών πολιτιστικών ομάδων και συλλόγων, μάχονται για την αποκατάσταση και αναγνώριση των πολιτισμικών τους δικαιωμάτων. 

Για τις παραπάνω ματαιώσεις πανηγυρίζει το ακροδεξιό κόμμα ΝΙΚΗ. Εσύ έγινες στόχος νεοναζί το 2010 όταν κυκλοφόρησε το Ρουσίλβο. Αυτός ήταν ο λόγος που έφυγες για Γερμανία και τι συνέβη ακριβώς; Έχεις περιγράψει ανάμιξη και ασφαλιτών.

Το εν λόγω κόμμα μας έκανε σε τελική ανάλυση τη χάρη με τις καταδιωκτικές του μεθόδους να ακουστεί κάπως παραπέρα και η δική μας φωνή. Άνοιξε μια συζήτηση κατά την οποία το ίδιο εκτέθηκε στον περίγελο του κάθε σκεπτόμενου πολίτη. Το πρόβλημα βέβαια παραμένει καθώς οι γραφικοί αυτοί τύποι έχουν προσεγγίσει έναν μεγάλο αριθμό πολιτών με ευήκοα ώτα και το ότι βρίσκονται σε βουλευτικά έδρανα μόνο ανησυχητικό είναι ως δεδομένο για την ελληνική πολιτεία.

Τώρα σχετικά με την πρώτη έκδοση του δίσκου που αξίζει να σημειωθεί πως έγινε από εκδοτικό οίκο βιβλίων, το Πανοπτικόν στη Θεσσαλονίκη τον Μάρτιο του 2010, έχω να πω πως κινητοποίησε στην αρχή υπογείως και αργότερα πια φανερά, μια ολόκληρη μηχανή εθνικιστών, νεοναζί, αλλά και της Ε.Υ.Π., με αποτέλεσμα τρεις μήνες μετά την κυκλοφορία του, την οποία ακολούθησαν κάποιες πολύ θετικές κριτικές στον τύπο της εποχής, να οδηγηθώ με τη βία στην ασφάλεια όπου κρατήθηκα και ανακρίθηκα για τέσσερις ώρες.

Κεντρικό και βασανιστικό ερώτημα ήταν το από ποιόν πληρώθηκα για να ηχογραφήσω και να εκδώσω αυτό το ανθελληνικό έργο, κραδαίνοντας για ώρες μέσα στον καύσωνα μπροστά στη μύτη μου το σιντί το οποίο βρήκαν στο σακίδιό μου. Ποιανού πράκτορας είμαι, τι ρόλο παίζω, από που ξεφύτρωσα, ποια είναι η αποστολή μου, με ποιους συναντιέμαι στα κρυφά και πού, και… πως πια κινδυνεύω ειδικά από αυτούς με τους οποίους συναντιέμαι και συνεργάζομαι.

Μετά από αυτή την εμπειρία σκιάχτηκα, έχασα τον ύπνο μου, πέρασα δύσκολα καθώς όπου κι αν πήγαινα είχα από πίσω μου την αστυνομία ή την ασφάλεια που με σταματούσε κάθε τρεις και λίγο για έλεγχο, με άνοιγμα του αυτοκινήτου και ενδελεχή έρευνα για δήθεν όπλα και ναρκωτικά. Ο εκφοβισμός άρχισε να πιάνει τόπο όταν κάποιος γνωστός μου δικηγόρος με προειδοποίησε πως μια από τις σχετικά εύκολες μεθόδους ενοχοποίησης είναι να τοποθετήσουν κρυφά στο αυτοκίνητό μου ναρκωτικά ή όπλα και στο επόμενο μπλόκο να μου προσάψουν κατηγορίες σύμφωνα με τις οποίες θα μπορούσα μέχρι και σήμερα να εκτίω κάποια ποινή φυλάκισης.

Υπό αυτές τις συνθήκες στις οποίες πρέπει να προσθέσω και τις επιπλήξεις από πανεπιστημιακούς κύκλους πως είμαι επικίνδυνος για το έθνος, προστέθηκε και η «επίσκεψη» τον Απρίλιο του ’11, πολυάριθμου τάγματος της Χρυσής Αυγής όπου συντεταγμένα και με τη γνωστή αμφίεση, εισέβαλαν στο κατάμεστο φουαγιέ του θεάτρου Ξενιτίδειο στην Αριδαία, όπου θα έδινα συναυλία με το τότε κουαρτέτο μου, τρομοκρατώντας τους συντελεστές και το κοινό της συναυλίας με απειλές και προπηλακισμούς σε δημόσια θέα, ανενόχλητοι.

Μετά από αυτά και άλλα παρεμφερή περιστατικά τα οποία πλήθαιναν με γεωμετρική πρόοδο, η φυγή πλέον ήταν μονόδρομος. Δεν είχα σκεφτεί που και πως και σε αυτή μου τη σύγχυση ήρθε εντελώς ουρανοκατέβατη μια πρόσκληση για μια καλλιτεχνική υποτροφία (Stipendium) σε μια δομή πολιτισμού του Μονάχου στα τέλη του 2012 στην οποία ανταποκρίθηκα θετικά και η οποία έμελλε να είναι μια κάποια λύσις…

Το έργο σου ξεπερνάει την τυπική καλλιτεχνική εργασία. Εμπεριέχει πλέον στοιχεία λαογραφικά, διάσωσης της γλώσσας και της παράδοσης σου, σύνδεσης με μια ιστορία που προσπάθησαν να διακόψουν. Η δουλειά σου έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον ξένων πανεπιστημίων. Τι είναι αυτό που σε καλούν να αφηγηθείς; Τι ενδιαφέρει τη διεθνή πανεπιστημιακή κοινότητα σε σχέση με την τραυματική ιστορία σας, η οποία αποτελεί κατά την ταπεινή μου γνώμη τραύμα για όλη τη χώρα.

Από το 2011 αρκετοί φοιτητές κοινωνικών κατευθύνσεων από διάφορες χώρες του κόσμου αλλά και από την Ελλάδα, προφανώς επηρεασμένοι από την ακρόαση αλλά και το έντυπο που συνοδεύει το άλμπουμ, έρχονται σε επαφή μαζί μου ζητώντας να τους βοηθήσω σε πτυχιακές τους εργασίες, ντοκιμαντέρ αλλά και σε κάποια συγγράμματα. Συνήθως ανταποκρίνομαι θετικά και είναι κάτι που συνεχίζεται συχνά πυκνά ως σήμερα. Αρχές του 2012 μια τάξη φοιτητών κοινωνικής ανθρωπολογίας από την Αμερική, η οποία βρέθηκε με κάποιο πανεπιστημιακό πρόγραμμα στα Βαλκάνια, μου ζήτησε να τους μιλήσω για το Ρουσίλβο. Είχαν ήδη με κάποιον τρόπο πληροφορηθεί για τις περιπέτειες παραγωγής και έκδοσής του.

Η ομιλία έγινε κεκλεισμένων των θυρών, με απόλυτη μυστικότητα για ευνόητους λόγους, σε κοινωνικό χώρο στη Θεσσαλονίκη. Η πολύωρη συζήτηση που ακολούθησε τη διάλεξη ήταν πολύ ενδιαφέρουσα ειδικά για μένα που βρέθηκα αντιμέτωπος με ερωτήματα που ως τότε δεν είχα θέσει στον εαυτό μου. Έκτοτε μέσα στα χρόνια έχω βρεθεί σε αρκετά ευρωπαϊκά πανεπιστήμια για διαλέξεις και εργαστήρια. Τον Δεκέμβρη του ’24 έδωσα τρεις διαλέξεις, μια στην Αγγλία και δύο στην Ολλανδία των οποίων διαλέξεων οι τίτλοι ήταν: Contemporizing Tradition (Επικαιροποιώντας την Παράδοση), A Dissolving Poetry (Μια Ποίηση που Χάνεται) και: Can the Subaltern Sing? (Μπορούν οι Υποτελείς να Τραγουδούν;)

Πως σχολιάζεις την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ελλάδα την Ευρώπη τον κόσμο και τι μήνυμα θέλεις να απευθύνεις στον ελληνικό λαό με αφορμή τις ματαιώσεις των πανηγυριών;

Η ακροδεξιά συνείδηση είναι κοινωνική ασθένεια. Κάτι σαν ιός που προσβάλει τον κοινωνικό ιστό από τον οποίο τρέφεται και γιγαντώνεται όταν δεν υπάρχουν αρκετά αντισώματα. Τροφή του είναι το έθνος, η πατρίδα και δήθεν η τιμή. Μαζί με τη θρησκεία που όλα αυτά βέβαια τα ευλογεί, κλείνει ένας κύκλος ο οποίος μετατρέπεται σε φυλακή ψευδούς συνείδησης. Στην Ελλάδα της κρίσης ξεμείναμε από αντισώματα καθώς η πενία μας ανάγκασε να στρέψουμε αλλού τις δυνάμεις μας και ο ιός βρήκε ευκαιρία και εξαπλώθηκε ραγδαία σαν καρκίνωμα στο κοινωνικό σώμα ώσπου τελικά κατάφερε να αγκιστρωθεί και στην εξουσία.

Έκτοτε ξερνάει από την έδρα το δηλητήριό του. Παρόμοιες δυστυχώς είναι και οι αναλογίες σε αρκετά από τα κράτη της δήθεν ενωμένης Ευρώπης. Απλά απορίας άξιο το πώς το δηλητήριο αυτό στη χώρα μας είναι ικανό εν έτη 2025 να βουλώνει το στόμα μιας ολόκληρης πολιτισμικής κοινότητας. Μια επικυρωμένη στην πράξη πολιτική σκοταδισμού που δεν έχει καμία σχέση με δημοκρατία και ονομάζεται φασισμός.

Ευτυχώς στις μέρες μας όσο μαύρες κι αν δείχνουν πως είναι, ευδοκιμούν και τα καλά πνεύματα και αυτά είναι που ως αντίβαρο δεν αφήνουν τη βαρβαρότητα να λυμαίνεται τη συνείδηση του κόσμου. Έχουμε τερατώδη και δυσεπίλυτα προβλήματα που έχουν να κάνουν ακόμα και με την επιβίωσή μας στον πλανήτη και ενώ γνωρίζουμε πόσο αίμα χύθηκε και ακόμα κυλάει, ειδικά τους δύο τελευταίους αιώνες των εθνογενέσεων ακολουθώντας το νέο μοντέλο Έθνος-Κράτος και την εξαφάνιση «υποδεέστερων» εθνών, εμείς συνεχίζουμε να ξοδεύουμε πολύτιμο χρόνο και ενέργεια σε έθνος, πατρίδα και θρησκεία κραδαίνοντας σημαίες και μίση. Ανάγκη λοιπόν να αναλογιστούμε ο καθένας από το μετερίζι του, πώς μπορούμε να βοηθήσουμε ώστε να αντισταθμίσουμε τουλάχιστον, αυτήν την αρνητική πορεία. Κάθε μικρή νίκη έχει μεγάλη αξία.

Δημοσιεύθηκε στο tvxs.gr 

3 σχόλια:

  1. Βλακείες στο τετράγωνο.Υποκινούμενα,όλα.Φανταστείτε να είχαν και την ιστορία με το μέρος τους,δηλαδή αποδείξεις.Όλοι αυτοί που είναι μειονότητα,ας αποφασίσουν αν είναι η Ελλάδα αλβανική,βουλγάρικη,τουρκική ή μακεντοντσκική και ας μας το πουν κι εμάς,να φύγουμε για Αθήνα ,αν δεν την πάρουν οι Πέρσες ή οι Λύβιοι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πάμε άλλη μια ...
      Όπα νι να νια να νάι
      σινάι γιάβρουμ σίνανάι

      Διαγραφή
    2. Δεν περίμενα κάτι καλύτερο.Το τραγουδάκι, σου πάει.Ακούς και ζουζούνια;Οι Βούλγαροι λένε πως η γλώσσα των σκοπιανών είναι παραλλαγή της βουλγαρικής.Εσύ τι λες;Δεν ασχολούμαι άλλο με σλαβόφωνα ζώα , γιατί ηλίθιε ανθέλληνα οι πρόσφυγες όλοι,μικρασιάτες και πόντιοι ,είναι Ελληνες καθαρόαιμοι,με ιστορία μεγάλη,πάντα Ελληνική.Εσείς τι σχέση έχετε με Μακεδονία και Ελλάδα;Ο Αντετοκούμπο είναι πιο Έλληνας από εσάς.Και δεν εννοώ τους ντόπιους,αλλά τα πέντε σκουπίδια σαν εσένα.Όσο και να γαυγίζεις,πεινασμένος θα μείνεις.

      Διαγραφή

Αγαπητοί αναγνώστες,

Εκτιμούμε ιδιαίτερα τις απόψεις και τις σκέψεις σας. Σας ενθαρρύνουμε να συμμετέχετε ενεργά στις συζητήσεις, με σχόλια που προάγουν την καλοπροαίρετη ανταλλαγή απόψεων.

Για τη διασφάλιση ενός πολιτισμένου και φιλικού περιβάλλοντος, παρακαλούμε να αποφύγετε σχόλια που περιέχουν:

Υβριστικό ή ρατσιστικό περιεχόμενο.
Προσωπικές επιθέσεις ή μειωτικούς χαρακτηρισμούς.

Περιεχόμενο που παραβιάζει τη δεοντολογία ή τους κανόνες ευγένειας.
Η συντακτική ομάδα διατηρεί το δικαίωμα να διαγράφει σχόλια που δεν συμμορφώνονται με τους παραπάνω κανόνες, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση.

Ευχαριστούμε για την κατανόηση και τη συνεργασία σας!

Aridaia-gegonota.blogspot.com

(3)